γροιλανδικός

γροιλανδικός
-ή, -ό
αυτός που προέρχεται από τη Γροιλανδία: Γροιλανδικά προϊόντα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γροιλανδικός — ή, ό ο σχετικός με τη Γροιλανδία …   Dictionary of Greek

  • πάγοι ενδοχωρικοί — (απόδοση του σουηδικού όρου inlandsis). Οι ηπειρωτικοί πάγοι οι οποίοι καλύπτουν τις πολικές περιοχές. Το πάχος του παγετώδους αυτού καλύμματος μπορεί να φτάσει τα 2.000 3.000 μ. και ο σχηματισμός του καθορίζεται όχι τόσο από την ένταση των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”